- προκατάγομαι
- Αεισπλέω πρώτος σε λιμάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατάγομαι «καταπλέω, αράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατάγω — προκατάγομαι get into harbour before pres subj act 1st sg προκατάγομαι get into harbour before pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταχθήσομαι — προκατάγομαι get into harbour before fut ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατάγειν — προκατάγομαι get into harbour before pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατήχησιν — προκατάγομαι get into harbour before perf subj act 3rd sg (epic) προκατήχησις first instruction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατήχθη — προκατάγομαι get into harbour before aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταίρω — Α εισπλέω πρώτος σε ένα λιμάνι, προκατάγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταίρω «καταπλέω, αράζω»] … Dictionary of Greek
προκαταγωγή — ἡ, Α [προκατάγομαι] το να φθάνει, να εισπλέει κανείς πρώτος σε λιμάνι … Dictionary of Greek